υπτιασμα

υπτιασμα
    ὑπτίασμα
    -ατος τό опрокинутость
    

ὑ. κειμένου πατρός Aesch. — лежащее навзничь тело отца;

    ὑπτιάσμασιν χερῶν Aesch. — с закинутыми (в знак мольбы) руками


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπτιασμα" в других словарях:

  • ὑπτίασμα — that which is laid back neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπτίασμα — άσματος, τὸ, Α [ὑπτιάζω] (ποιητ. τ.) 1. καθετί που βρίσκεται σε ύπτια θέση 2. (κατ επέκτ.) α) πτώμα β) θάνατος 3. φρ. «ὑπτιάσματα χειρῶν» η ύπτια στάση τών χεριών ανθρώπου που ικετεύει (Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑπτιάσμασι — ὑπτίασμα that which is laid back neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιάσμασιν — ὑπτίασμα that which is laid back neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»